Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η γυμναστική

См. также в других словарях:

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — η 1.το σύνολο των ασκήσεων που αποσκοπούν στη συμμετρική ανάπτυξη του σώματος και τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης: Κάθε πρωί κάνω γυμναστική. 2. το μάθημα της σωματικής αγωγής: Δεν ήρθε ακόμα στο σχολείο καθηγητής γυμναστικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμναστικῇ — γυμναστικός fond of athletic exercises fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμναστική — γυμναστικός fond of athletic exercises fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • Πάγων, Γεώργιος — (1806 – ;). Ο πρώτος Έλληνας που δίδαξε γυμναστική στην Ελλάδα. Σπούδασε γυμναστική στο Μόναχο και δίδαξε γυμναστική στο διδασκαλείο της Αίγινας. Έγραψε Περίληψι της γυμναστικής (1837) και Επιτομή εκ της περιλήψεως της γυμναστικής (1855) …   Dictionary of Greek

  • Гимнастика — (от греч. γυμναστική [gymnastike], от γυμνάζω [gymnazo] упражняю, тренирую; по другой версии от древнегреческого слова γυμνός [gymnos], то есть «голый», «обнаженный»)  один из наиболее популярных видов спорта и физической культуры. К… …   Википедия

  • ρυθμικός — ή, ό / ῥυθμικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό 2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία» «ῥυθμική… …   Dictionary of Greek

  • Λινγκ, Περ Χένρικ — (Per Henrik Ling, Λιουνγκ 1776 – Στοκχόλμη 1839). Σουηδός παιδαγωγός και ποιητής, θεμελιωτής της σουηδικής γυμναστικής. Φοίτησε στη γυμναστική σχολή Νάχτεγκαλ στην Κοπεγχάγη και άρχισε να διδάσκει οπλομαχία στο πανεπιστήμιο της Λιουνγκ (1805)… …   Dictionary of Greek

  • Πύργος, Νικόλαος — Ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας οπλοδιδάσκαλος. Δίδαξε στη Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στη σχολή των υπαξιωματικών. Έγραψε: Ανόργανος παιδαγωγική γυμναστική, Ημιοργανική παιδαγωγική γυμναστική και Οπλομαχητική. Οι τεχνικοί όροι που χρησιμοποίησε στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»