-
1 γυμναστική
[гимнастики] ουσ. Θ. гимнастика,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γυμναστική
-
2 гимнастика
I гимнастика ж η γυμναστική· спортивная \гимнастика η ενόργανη γυμναστική· художественная \гимнастика η καλλιτεχνική (или ρυθμική) γυμναστική· лечебная \гимнастика η θεραπευτική γυμναστική II гимнастика ж η γυμνάστρια* * *жη γυμναστικήспорти́вная гимна́стика — η ενόργανη γυμναστική
худо́жественная гимна́стика — η καλλιτεχνική ( или ρυθμική) γυμναστική
лече́бная гимна́стика — η θεραπευτική γυμναστική
-
3 зарядка
-
4 физкультура
физкультура ж η φυσική αγωγή, η γυμναστική; лечебная \физкультура η θεραπευτική γυμναστική* * *жη φυσική αγωγή, η γυμναστικήлече́бная физкульту́ра — η θεραπευτική γυμναστική
-
5 лечебный
лечебный θεραπευτικός· \лечебныйая физкультура η θεραπευτική γυμναστική* * *лече́бная физкульту́ра — η θεραπευτική γυμναστική
-
6 упражнение
упражнение с η άσκηση. το γύμνασμα; физические \упражнениея οι γυμναστικές ασκήσεις; вольные \упражнениея οι ελεύθερες ασκήσεις; \упражнениея на снарядах η ενόργανη γυμναστική* * *сη άσκηση, το γύμνασμαфизи́ческие упражне́ния — οι γυμναστικές ασκήσεις
во́льные упражне́ния — οι ελεύθερες ασκήσεις
упражне́ния на снаря́дах — η ενόργανη γυμναστική
-
7 гимнастика
-и θ.γυμναστική•лечебная -θεραπευτική γυμναστική.
-
8 физкультура
-
9 гимнастика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гимнастика
-
10 гимнастика
гимнаст||икаж ἡ γυμναστική. -
11 зарядка
зарядк||аж1. (действие) ἡ γόμωση[-ις], τό γέμισμα·2. спорт. ἡ γυμναστική· ◊ получить хорошую \зарядкау σκλη-ραγωγοῦμαι. -
12 упражнение
упражн||ениес ἡ ἄσκηση [-ις], τό γύμνασμα:гимнастическое \упражнение ἡ γυμναστική ἄσκηση. -
13 физический
физическ||ийприл1. (относящийся к физике, к физическим явлениям) φασικός:\физическийая хи́мия ἡ φυσική χημεία· \физическийая география ἡ φυσική γεωγραφία· \физический факультет ἡ σχολή φυσικής·2. (телесный, мускульный) σωματικός:\физическийое развитие ἡ σωματική ἀνάπτυξη· \физический труд ἡ σωματική ἐργασία· \физическийая сила ἡ σωματική δύναμη· \физическийая культу́ра ἡ φυσική ἀγωγή, ἡ γυμναστική. -
14 физкультура
физкульту́р||аж (физическая культу́ра) ἡ φυσική (или ἡ σωματική) ἀγωγή, ἡ γυμναστική. -
15 художественный
художественн||ыйприл в разн. знач. κοιλλιτεχνικός:\художественныйое произведение τό καλ-λιτεχνικό ἔργο, τό ἐργο τέχνης· \художественныйая ли-терату́ра ἡ λογοτεχνία· \художественныйое исполнение ἡ καλλιτεχνική ἐκτέλεση· \художественныйая самодеятельность ὁ καλλιτεχνικός ὅμιλος ἐρασιτεχνών \художественныйая гимнастика ἡ καλλιτεχνική γυμναστική· Художественный театр τό Θέατρο τέχνης· \художественныйое училище ἡ σχόλή καλῶν τεχνών. -
16 зарядка
-и θ.1. γέμιση, όπλιση. || φορτίο, φόρτιση (ηλεκτρική).2. γυμναστική. -
17 лечебный
επ.θεραπευτικός, ιαματικός•-ое заведение θεραπευτικό ίδρυμα•
-ая физкультура θεραπευτική γυμναστική•
-ая мазь θεραπευτική αλοιφή.
-
18 ортопедический
επ.ορθοπεδικός•-ая гимнастика ορθοπεδική γυμναστική•
-ая обувь ορθοπεδικά υποδήματα.
-
19 поделать
ρ.σ.μ.1. (λίγο) ασχολούμαι, κάνω•поделать гимнастику κάνω λίγο γυμναστική•
опыты ασχολούμαι λίγο με τα πειράματα.
2. ανεγείρω, χτίζω.εκφρ.что (же) поделать (-ешь) – τι να κάνω, τι να κάνεις (για αδυναμία μπροστά στά σε δύσκολη κατάσταση)•ничего не поделать – τίποτε δε μπορώ να κάνω (επίσης για δύσκολη κατάσταση).1. (απλ.) γίνομαι, καθίσταμαι (για όλους, πολλούς).2. συμβαίνω.3. (απλ.) σχηματίζομαι εμφανίζομαι. -
20 рассчитать
-аю, -аешъ, παθ. μτχ. παρλθ. рассчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.1. υπολογίζω, λογαριάζω•-ай, сколько выйдет на каждого λογάριασε, πόσο πέφτει στον καθένα•
рассчитать стоимость товара λογαριάζω την αξία του εμπορεύματος•
всё было -о όλα υπολογίστηκαν.
|| προορίζω•книга -а для детей το βιβλίο είναι για παιδιά.
2. εξοφλώ (τον απολυόμενο)•рассчитать рабочего εξοφλώ τον εργάτη.
3. αριθμώ κατά τη (γυμναστική) σύνταξη.1. ξεπλερώ-νω, εξοφλώ•рассчитать с долгами ξοφλώ με τα χρέη.
2. απολύομαι, εξοφλώ οικονομικά με τον εργοδότη.3. μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς.4. αριθμώ, μετρώ (κατά τη σύνταξη)•рассчитать по порядку номеров μετρώ κατ αύξοντα αριθμό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
γυμναστική — η 1.το σύνολο των ασκήσεων που αποσκοπούν στη συμμετρική ανάπτυξη του σώματος και τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης: Κάθε πρωί κάνω γυμναστική. 2. το μάθημα της σωματικής αγωγής: Δεν ήρθε ακόμα στο σχολείο καθηγητής γυμναστικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμναστικῇ — γυμναστικός fond of athletic exercises fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστική — γυμναστικός fond of athletic exercises fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
Πάγων, Γεώργιος — (1806 – ;). Ο πρώτος Έλληνας που δίδαξε γυμναστική στην Ελλάδα. Σπούδασε γυμναστική στο Μόναχο και δίδαξε γυμναστική στο διδασκαλείο της Αίγινας. Έγραψε Περίληψι της γυμναστικής (1837) και Επιτομή εκ της περιλήψεως της γυμναστικής (1855) … Dictionary of Greek
Гимнастика — (от греч. γυμναστική [gymnastike], от γυμνάζω [gymnazo] упражняю, тренирую; по другой версии от древнегреческого слова γυμνός [gymnos], то есть «голый», «обнаженный») один из наиболее популярных видов спорта и физической культуры. К… … Википедия
ρυθμικός — ή, ό / ῥυθμικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό 2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία» «ῥυθμική… … Dictionary of Greek
Λινγκ, Περ Χένρικ — (Per Henrik Ling, Λιουνγκ 1776 – Στοκχόλμη 1839). Σουηδός παιδαγωγός και ποιητής, θεμελιωτής της σουηδικής γυμναστικής. Φοίτησε στη γυμναστική σχολή Νάχτεγκαλ στην Κοπεγχάγη και άρχισε να διδάσκει οπλομαχία στο πανεπιστήμιο της Λιουνγκ (1805)… … Dictionary of Greek
Πύργος, Νικόλαος — Ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας οπλοδιδάσκαλος. Δίδαξε στη Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στη σχολή των υπαξιωματικών. Έγραψε: Ανόργανος παιδαγωγική γυμναστική, Ημιοργανική παιδαγωγική γυμναστική και Οπλομαχητική. Οι τεχνικοί όροι που χρησιμοποίησε στο… … Dictionary of Greek